- επεκτατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επέκταση (βλ. λ.), που αποβλέπει σ' αυτή: Οι επεκτατικές τάσεις της Τουρκίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επεκτατικός — ή, ό (Μ ἐπεκτατικός, ή, όν) [επεκτείνω] νεοελλ. αυτός που επιχειρεί επέκταση τών ορίων του, αύξηση τής περιοχής που τού ανήκει («επεκτατική πολιτική, επεκτατικά σχέδια») μσν. κατάλληλος για επέκταση … Dictionary of Greek
ἐπεκτατικόν — ἐπεκτατικός lengthening masc acc sg ἐπεκτατικός lengthening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκτατικῶς — ἐπεκτατικός lengthening adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ιμπεριαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό 2. κατακτητικός, επεκτατικός («ιμπεριαλιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialistic < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + istic] … Dictionary of Greek
κατακτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάκτηση ή στον κατακτητή 2. αυτός που αποβλέπει ή προβαίνει σε κατακτήσεις, ο επεκτατικός (α. «κατακτητική πολιτική» β. «κατακτητικοί πόλεμοι»). επίρρ... κατακτητικώς και ά με κατακτητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ιμπεριαλιστικός — ή, ό επίρρ. ά κατακτητικός, επεκτατικός: Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. – Ιμπεριαλιστική πολιτική. – Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)